Αυτό το κείμενο αφορά την έδραση της κοινωνικής συμπεριφοράς. Η λέξη έδραση αναλύει και εξηγεί την κατάσταση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και δομών των ανθρώπινων κοινωνιών στο παρελθόν αλλά και στη σύγχρονη εποχή, όπως εισάγεται από τον Πολάνυι και τον Γκρανοβέτερ.
Οικονομική δράση αποτελεί μορφή κοινωνικής δράσης και οι οικονομικοί θεσμοί είναι κοινωνικές κατασκευές.
Το κλασικό ερώτημα της κοινωνικής θεωρίας είναι πως επιδρούν οι κοινωνικές σχέσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η ωφελιμιστική παράδοση περιλαμβάνει τη κλασική και τη νεοκλασική οικονομική.
Το επιχείρημα της έδρασης είναι η ανάλυση της συμπεριφοράς και τους θεσμούς οι οποίοι είναι περιορισμένοι από τις διαρκείς κοινωνικές σχέσεις.
Η έδραση υπήρχε στις κοινωνικές σχέσεις πριν καν τη δημιουργία της αγοράς, η έδραση με την αλλαγή των περιόδων εξελίχτηκε σε μια πιο αυτόνομη συμπεριφορά.
Η λειτουργία της έδρασης έρχεται να απομαγεύσει αρχέγονες προκαταλήψεις του ανθρώπου «για προσοδοφόρες ασχολίες» που προκάλεσαν την εμφάνιση μιας “ψυχολογίας της αγοράς” και τη «οικονομία της αγοράς», ως θεσμού που δήθεν προηγήθηκε αυτού των οργανωμένων κοινωνιών. Άρα, η έδραση διασαφηνίζει τη «σύνδεση της οικονομικής ιστορίας με την κοινωνική ανθρωπολογία. Η οικονομία είναι ουσιαστικά μια κοινωνική διαδικασία που χρειάζεται να εμπλουτιστεί με νέο νόημα.
Οι οικονομικές δράσεις και τα οικονομικά φαινόμενα εδράζονται σε συγκεκριμένα και σύγχρονα συστήματα κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι οι διαδραστικές σχέσεις και οι κοινωνικοί θεσμοί και κανόνες. Δηλαδή, η οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων θέτει ρητούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Πλέον οι οικονομικές συναλλαγές έχουν να κάνουν με τον υπολογισμό του ατομικού κέρδους.
Ο Γκρανοβέτερ, απορρίπτοντας -αυτό που ονομάζει “υπο-κοινωνικοποιημένη” αντίληψη του ανθρώπου από την οικονομία, καθώς και την “υπερ-κοινωνικοποιημένη” αντίληψη από την κοινωνιολογία, επιχειρεί, μέσω της έννοιας της κοινωνικής έδρασης, τη σύνδεση των οικονομικών δομών, διεργασιών και φαινομένων με το κοινωνικό περιβάλλον και πλαίσιο στο οποίο οι οικονομικοί φορείς δραστηριοποιούνται. Δηλαδή γίνεται φανερό ότι το κοινωνικό-πολιτισμικό στοιχείο δεν αποτελεί κατώτερη κατηγορία, αλλά αντίθετα συνιστά βασικό μέρος των κοινωνιολογικών θεωρήσεων. Ακόλουθα, ο Γκρανοβέτερ, επισημαίνει το γεγονός ότι τα οικονομικά φαινόμενα εδράζονται στο κοινωνικό πεδίο και αντίστροφα, η κοινωνική συνιστώσα είναι, στην πράξη, προϋπόθεση για να ενεργοποιούνται οι οικονομικοί φορείς δράσης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η έννοια της κοινωνικής έδρασης αποτελεί τον ενεργό πυρήνα της νέας οικονομικής κοινωνιολογίας. Καθώς, όμως, η θεώρηση της έννοιας της έδρασης δεν αναλύει τον ακριβή τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, έχουν προταθεί ειδικότερες έννοιες που την προσεγγίζουν πιο συγκεκριμένα, όπως αυτή της «δομικής έδρασης» των ανταλλαγών, η οποία περιορίζει τους τρόπους δράσης των δρώντων ή αυτές της «μικρο-», «μέσο-» και «μακρο-» έδρασης, όπως και της «απο-έδρασης» που αφορά την ολοκληρωτική απόσπαση ενός οικονομικού φαινομένου από το κοινωνικό πεδίο αναφοράς του.
Στη συνέχεια ο Γκρανοβέτερ, αναλύει τη λειτουργία της έδρασης και διαπιστώνει τις επαφές μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή των δικτύων, καταδεικνύοντας την έδραση των οικονομικών δραστηριοτήτων στο κοινωνικό πεδίο. Επομένως, υιοθετεί την έννοια της κοινωνικής κατασκευής της οικονομίας, ως δεύτερη μετά την έδραση έννοια-κλειδί του υποκλάδου, καθώς επίσης επενδύει σε αυτά την προβληματική του για τον πιθανό τρόπο με τον οποίο τα δίκτυα των διαπροσωπικών σχέσεων συμβάλλουν στη δημιουργία εμπιστοσύνης και στην αποθάρρυνση της αδικοπραγίας.
Σε ανταγωνιστικές αγορές κανένας παραγωγός ή και καταναλωτής δεν επηρεάζεται από τη προσφορά ή τη ζήτηση ή τους άλλους όρους εμπορίας. Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού δεν υπάρχουν ούτε διαπραγματεύσεις ούτε διαμαρτυρίες . Δεν υπάρχει η ανάγκη να φτιάξεις μια σχέση με οικειότητα. ο Γκρανοβέτερ προβάλλει τα είδη των «χαλαρών» και των «ισχυρών δεσμών» που συγκροτούν τα δίκτυα. Με χαλαρούς (έμμεσους) δεσμούς συνδέονται τα πρόσωπα που προσεγγίζουν διάφοροι κοινοί φίλοι και γνωστοί, οι οποίοι αποτελούν πηγές πληροφόρησης των μεσαίων κυρίως κοινωνικών στρωμάτων σε ζητήματα εξεύρεσης εργασίας. Από την άλλη πλευρά, οι «ισχυροί» δεσμοί, δηλαδή, οι άμεσοι οικογενειακοί ή φιλικοί δεσμοί, αποτελούν στοιχείο συνοχής των μελών των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Στους δεσμούς αυτούς στηρίζονται, κυρίως, τα άτομα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων για να αποκτήσουν μια θέση εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ταξική τους διαβάθμιση, επιδιώκουν στην πορεία αναζήτησης εργασίας και κοινωνικής καταξίωσης να εκμεταλλευθούν ευκαιρίες ή «ανοίγματα», στα πλαίσια ενός κοινωνικού δικτύου, τις λεγόμενες δομικές τρύπες σύμφωνα με τη θεωρία του Ρ. Μπερτ. Οι δομικές τρύπες αποτελούν χώρους στους οποίους είτε δεν υφίστανται κοινωνικοί δεσμοί ή υφίστανται χαλαροί επικοινωνιακοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη ενός δικτύου, με αποτέλεσμα ένα τρίτο πρόσωπο ή ομάδα που διαμεσολαβεί, να αποκτά εκεί τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την πληροφόρηση μέσα στο δίκτυο. Με τον τρόπο αυτό τη θέση της αβεβαιότητας για την πληροφόρηση που έχουν οι επαφές του προσώπου στο δίκτυο αντικαθιστά μια μορφή επικοινωνιακής σύνδεσης, δηλαδή κοινωνικής έδρασης. Η κοινωνική κατασκευή των οικονομικών φαινομένων, είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας των δικτύων των κοινωνικών σχέσεων.
Η οικονομική κοινωνιολογία φαίνεται πως μπορεί να συνδέσει τις κοινωνικές διαστάσεις με τα οικονομικά πράγματα είτε αναλύοντας την κοινωνική τους έδραση είτε διερευνώντας την κοινωνική τους δομή, αρκεί να υπάρξει καλή εποπτεία από την πλευρά των οικονομικών και κοινωνικών φορέων αυτής της πολιτισμικής εξέλιξης.